- ξυλοκέρατον
- ξῠλο-κέρᾱτον, τό,A Ceratonia Siliqua, Alex.Trall.9.3, Steph. in Hp.1.211 D., cf. Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοκεράτων — ξυλοκέρατον Ceratonia Siliqua neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκέρατα — ξυλοκέρατον Ceratonia Siliqua neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκέρατο — το (ΑΜ ξυλοκέρατον) νεοελλ. ο καρπός τής ξυλοκερατιάς, το χαρούπι μσν. αρχ. η χαρουπιά, γνωστή με τη λόγια ονομασία κερωνία η έλλοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρατον] … Dictionary of Greek